απαράλλακτος • (aparállaktos) m (feminine απαράλλακτη, neuter απαράλλακτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαράλλακτος • | απαράλλακτη • | απαράλλακτο • | απαράλλακτοι • | απαράλλακτες • | απαράλλακτα • |
genitive | απαράλλακτου • | απαράλλακτης • | απαράλλακτου • | απαράλλακτων • | απαράλλακτων • | απαράλλακτων • |
accusative | απαράλλακτο • | απαράλλακτη • | απαράλλακτο • | απαράλλακτους • | απαράλλακτες • | απαράλλακτα • |
vocative | απαράλλακτε • | απαράλλακτη • | απαράλλακτο • | απαράλλακτοι • | απαράλλακτες • | απαράλλακτα • |