απαραμόρφωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαραμόρφωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαραμόρφωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαραμόρφωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαραμόρφωτος you have here. The definition of the word απαραμόρφωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαραμόρφωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απαραμόρφωτος (aparamórfotosm (feminine απαραμόρφωτη, neuter απαραμόρφωτο)

  1. undeformed, not deformed, undistorted
    Antonym: παραμορφωμένος (paramorfoménos)

Declension

Declension of απαραμόρφωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαραμόρφωτος (aparamórfotos) απαραμόρφωτη (aparamórfoti) απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτοι (aparamórfotoi) απαραμόρφωτες (aparamórfotes) απαραμόρφωτα (aparamórfota)
genitive απαραμόρφωτου (aparamórfotou) απαραμόρφωτης (aparamórfotis) απαραμόρφωτου (aparamórfotou) απαραμόρφωτων (aparamórfoton) απαραμόρφωτων (aparamórfoton) απαραμόρφωτων (aparamórfoton)
accusative απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτη (aparamórfoti) απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτους (aparamórfotous) απαραμόρφωτες (aparamórfotes) απαραμόρφωτα (aparamórfota)
vocative απαραμόρφωτε (aparamórfote) απαραμόρφωτη (aparamórfoti) απαραμόρφωτο (aparamórfoto) απαραμόρφωτοι (aparamórfotoi) απαραμόρφωτες (aparamórfotes) απαραμόρφωτα (aparamórfota)