απαραχάρακτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαραχάρακτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαραχάρακτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαραχάρακτος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαραχάρακτος you have here. The definition of the word απαραχάρακτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαραχάρακτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

απαραχάρακτος (aparacháraktosm (feminine απαραχάρακτη, neuter απαραχάρακτο)

  1. unforged, not faked, genuine

Declension

Declension of απαραχάρακτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαραχάρακτος (aparacháraktos) απαραχάρακτη (aparachárakti) απαραχάρακτο (aparachárakto) απαραχάρακτοι (aparacháraktoi) απαραχάρακτες (aparacháraktes) απαραχάρακτα (aparachárakta)
genitive απαραχάρακτου (aparacháraktou) απαραχάρακτης (aparacháraktis) απαραχάρακτου (aparacháraktou) απαραχάρακτων (aparachárakton) απαραχάρακτων (aparachárakton) απαραχάρακτων (aparachárakton)
accusative απαραχάρακτο (aparachárakto) απαραχάρακτη (aparachárakti) απαραχάρακτο (aparachárakto) απαραχάρακτους (aparacháraktous) απαραχάρακτες (aparacháraktes) απαραχάρακτα (aparachárakta)
vocative απαραχάρακτε (aparachárakte) απαραχάρακτη (aparachárakti) απαραχάρακτο (aparachárakto) απαραχάρακτοι (aparacháraktoi) απαραχάρακτες (aparacháraktes) απαραχάρακτα (aparachárakta)