α- (a-) + παρηγοριά (parigoriá, “consolation”) + -τος (-tos)
απαρηγόρητος • (aparigóritos) m (feminine απαρηγόρητη, neuter απαρηγόρητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαρηγόρητος (aparigóritos) | απαρηγόρητη (aparigóriti) | απαρηγόρητο (aparigórito) | απαρηγόρητοι (aparigóritoi) | απαρηγόρητες (aparigórites) | απαρηγόρητα (aparigórita) | |
genitive | απαρηγόρητου (aparigóritou) | απαρηγόρητης (aparigóritis) | απαρηγόρητου (aparigóritou) | απαρηγόρητων (aparigóriton) | απαρηγόρητων (aparigóriton) | απαρηγόρητων (aparigóriton) | |
accusative | απαρηγόρητο (aparigórito) | απαρηγόρητη (aparigóriti) | απαρηγόρητο (aparigórito) | απαρηγόρητους (aparigóritous) | απαρηγόρητες (aparigórites) | απαρηγόρητα (aparigórita) | |
vocative | απαρηγόρητε (aparigórite) | απαρηγόρητη (aparigóriti) | απαρηγόρητο (aparigórito) | απαρηγόρητοι (aparigóritoi) | απαρηγόρητες (aparigórites) | απαρηγόρητα (aparigórita) |