Perfect participle of απαρχαιώνομαι (aparchaiónomai), passive voice of απαρχαιώνω. From Ancient Greek ἀπηρχαιωμένος (apērkhaiōménos) perfect participle of the passive verb ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι.
απαρχαιωμένος • (aparchaioménos) m (feminine απαρχαιωμένη, neuter απαρχαιωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρχαιωμένος • | απαρχαιωμένη • | απαρχαιωμένο • | απαρχαιωμένοι • | απαρχαιωμένες • | απαρχαιωμένα • |
genitive | απαρχαιωμένου • | απαρχαιωμένης • | απαρχαιωμένου • | απαρχαιωμένων • | απαρχαιωμένων • | απαρχαιωμένων • |
accusative | απαρχαιωμένο • | απαρχαιωμένη • | απαρχαιωμένο • | απαρχαιωμένους • | απαρχαιωμένες • | απαρχαιωμένα • |
vocative | απαρχαιωμένε • | απαρχαιωμένη • | απαρχαιωμένο • | απαρχαιωμένοι • | απαρχαιωμένες • | απαρχαιωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαρχαιωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαρχαιωμένος, etc.) |