απελευθερωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απελευθερωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απελευθερωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απελευθερωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word απελευθερωτικός you have here. The definition of the word απελευθερωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπελευθερωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απελευθερωτικός (apeleftherotikósm (feminine απελευθερωτική, neuter απελευθερωτικό)

  1. liberating, emancipating, liberating

Declension

Declension of απελευθερωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απελευθερωτικός (apeleftherotikós) απελευθερωτική (apeleftherotikí) απελευθερωτικό (apeleftherotikó) απελευθερωτικοί (apeleftherotikoí) απελευθερωτικές (apeleftherotikés) απελευθερωτικά (apeleftherotiká)
genitive απελευθερωτικού (apeleftherotikoú) απελευθερωτικής (apeleftherotikís) απελευθερωτικού (apeleftherotikoú) απελευθερωτικών (apeleftherotikón) απελευθερωτικών (apeleftherotikón) απελευθερωτικών (apeleftherotikón)
accusative απελευθερωτικό (apeleftherotikó) απελευθερωτική (apeleftherotikí) απελευθερωτικό (apeleftherotikó) απελευθερωτικούς (apeleftherotikoús) απελευθερωτικές (apeleftherotikés) απελευθερωτικά (apeleftherotiká)
vocative απελευθερωτικέ (apeleftherotiké) απελευθερωτική (apeleftherotikí) απελευθερωτικό (apeleftherotikó) απελευθερωτικοί (apeleftherotikoí) απελευθερωτικές (apeleftherotikés) απελευθερωτικά (apeleftherotiká)