απελευθερωτικός • (apeleftherotikós) m (feminine απελευθερωτική, neuter απελευθερωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απελευθερωτικός (apeleftherotikós) | απελευθερωτική (apeleftherotikí) | απελευθερωτικό (apeleftherotikó) | απελευθερωτικοί (apeleftherotikoí) | απελευθερωτικές (apeleftherotikés) | απελευθερωτικά (apeleftherotiká) | |
genitive | απελευθερωτικού (apeleftherotikoú) | απελευθερωτικής (apeleftherotikís) | απελευθερωτικού (apeleftherotikoú) | απελευθερωτικών (apeleftherotikón) | απελευθερωτικών (apeleftherotikón) | απελευθερωτικών (apeleftherotikón) | |
accusative | απελευθερωτικό (apeleftherotikó) | απελευθερωτική (apeleftherotikí) | απελευθερωτικό (apeleftherotikó) | απελευθερωτικούς (apeleftherotikoús) | απελευθερωτικές (apeleftherotikés) | απελευθερωτικά (apeleftherotiká) | |
vocative | απελευθερωτικέ (apeleftherotiké) | απελευθερωτική (apeleftherotikí) | απελευθερωτικό (apeleftherotikó) | απελευθερωτικοί (apeleftherotikoí) | απελευθερωτικές (apeleftherotikés) | απελευθερωτικά (apeleftherotiká) |