απελπιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απελπιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απελπιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απελπιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word απελπιστικός you have here. The definition of the word απελπιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπελπιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απελπιστικός (apelpistikósm (feminine απελπιστική, neuter απελπιστικό)

  1. desperate, hopeless (situation)

Declension

Declension of απελπιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απελπιστικός (apelpistikós) απελπιστική (apelpistikí) απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστικοί (apelpistikoí) απελπιστικές (apelpistikés) απελπιστικά (apelpistiká)
genitive απελπιστικού (apelpistikoú) απελπιστικής (apelpistikís) απελπιστικού (apelpistikoú) απελπιστικών (apelpistikón) απελπιστικών (apelpistikón) απελπιστικών (apelpistikón)
accusative απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστική (apelpistikí) απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστικούς (apelpistikoús) απελπιστικές (apelpistikés) απελπιστικά (apelpistiká)
vocative απελπιστικέ (apelpistiké) απελπιστική (apelpistikí) απελπιστικό (apelpistikó) απελπιστικοί (apelpistikoí) απελπιστικές (apelpistikés) απελπιστικά (apelpistiká)