απελπιστικός • (apelpistikós) m (feminine απελπιστική, neuter απελπιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απελπιστικός (apelpistikós) | απελπιστική (apelpistikí) | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστικοί (apelpistikoí) | απελπιστικές (apelpistikés) | απελπιστικά (apelpistiká) | |
genitive | απελπιστικού (apelpistikoú) | απελπιστικής (apelpistikís) | απελπιστικού (apelpistikoú) | απελπιστικών (apelpistikón) | απελπιστικών (apelpistikón) | απελπιστικών (apelpistikón) | |
accusative | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστική (apelpistikí) | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστικούς (apelpistikoús) | απελπιστικές (apelpistikés) | απελπιστικά (apelpistiká) | |
vocative | απελπιστικέ (apelpistiké) | απελπιστική (apelpistikí) | απελπιστικό (apelpistikó) | απελπιστικοί (apelpistikoí) | απελπιστικές (apelpistikés) | απελπιστικά (apelpistiká) |