απερίγραφτος • (aperígraftos) m (feminine απερίγραφτη, neuter απερίγραφτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απερίγραφτος (aperígraftos) | απερίγραφτη (aperígrafti) | απερίγραφτο (aperígrafto) | απερίγραφτοι (aperígraftoi) | απερίγραφτες (aperígraftes) | απερίγραφτα (aperígrafta) | |
genitive | απερίγραφτου (aperígraftou) | απερίγραφτης (aperígraftis) | απερίγραφτου (aperígraftou) | απερίγραφτων (aperígrafton) | απερίγραφτων (aperígrafton) | απερίγραφτων (aperígrafton) | |
accusative | απερίγραφτο (aperígrafto) | απερίγραφτη (aperígrafti) | απερίγραφτο (aperígrafto) | απερίγραφτους (aperígraftous) | απερίγραφτες (aperígraftes) | απερίγραφτα (aperígrafta) | |
vocative | απερίγραφτε (aperígrafte) | απερίγραφτη (aperígrafti) | απερίγραφτο (aperígrafto) | απερίγραφτοι (aperígraftoi) | απερίγραφτες (aperígraftes) | απερίγραφτα (aperígrafta) |