απερίτμητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απερίτμητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απερίτμητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απερίτμητος in singular and plural. Everything you need to know about the word απερίτμητος you have here. The definition of the word απερίτμητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπερίτμητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Koine Greek ἀπερίτμητος (aperítmētos).

Adjective

απερίτμητος (aperítmitosm (feminine απερίτμητη, neuter απερίτμητο)

  1. (medicine, religion) uncircumcised
    Antonym: περιτετμημένος (peritetmiménos)

Declension

Declension of απερίτμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απερίτμητος (aperítmitos) απερίτμητη (aperítmiti) απερίτμητο (aperítmito) απερίτμητοι (aperítmitoi) απερίτμητες (aperítmites) απερίτμητα (aperítmita)
genitive απερίτμητου (aperítmitou) απερίτμητης (aperítmitis) απερίτμητου (aperítmitou) απερίτμητων (aperítmiton) απερίτμητων (aperítmiton) απερίτμητων (aperítmiton)
accusative απερίτμητο (aperítmito) απερίτμητη (aperítmiti) απερίτμητο (aperítmito) απερίτμητους (aperítmitous) απερίτμητες (aperítmites) απερίτμητα (aperítmita)
vocative απερίτμητε (aperítmite) απερίτμητη (aperítmiti) απερίτμητο (aperítmito) απερίτμητοι (aperítmitoi) απερίτμητες (aperítmites) απερίτμητα (aperítmita)