απερίφραστος • (aperífrastos) m (feminine απερίφραστη, neuter απερίφραστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απερίφραστος (aperífrastos) | απερίφραστη (aperífrasti) | απερίφραστο (aperífrasto) | απερίφραστοι (aperífrastoi) | απερίφραστες (aperífrastes) | απερίφραστα (aperífrasta) | |
genitive | απερίφραστου (aperífrastou) | απερίφραστης (aperífrastis) | απερίφραστου (aperífrastou) | απερίφραστων (aperífraston) | απερίφραστων (aperífraston) | απερίφραστων (aperífraston) | |
accusative | απερίφραστο (aperífrasto) | απερίφραστη (aperífrasti) | απερίφραστο (aperífrasto) | απερίφραστους (aperífrastous) | απερίφραστες (aperífrastes) | απερίφραστα (aperífrasta) | |
vocative | απερίφραστε (aperífraste) | απερίφραστη (aperífrasti) | απερίφραστο (aperífrasto) | απερίφραστοι (aperífrastoi) | απερίφραστες (aperífrastes) | απερίφραστα (aperífrasta) |