απεργοσπαστικός • (apergospastikós) m (feminine απεργοσπαστική, neuter απεργοσπαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεργοσπαστικός • | απεργοσπαστική • | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστικοί • | απεργοσπαστικές • | απεργοσπαστικά • |
genitive | απεργοσπαστικού • | απεργοσπαστικής • | απεργοσπαστικού • | απεργοσπαστικών • | απεργοσπαστικών • | απεργοσπαστικών • |
accusative | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστική • | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστικούς • | απεργοσπαστικές • | απεργοσπαστικά • |
vocative | απεργοσπαστικέ • | απεργοσπαστική • | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστικοί • | απεργοσπαστικές • | απεργοσπαστικά • |