απεργοσπαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απεργοσπαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απεργοσπαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απεργοσπαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word απεργοσπαστικός you have here. The definition of the word απεργοσπαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπεργοσπαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απεργοσπαστικός (apergospastikósm (feminine απεργοσπαστική, neuter απεργοσπαστικό)

  1. strike breaking
    Synonym: ανταπεργιακός (antapergiakós)

Declension

Declension of απεργοσπαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απεργοσπαστικός (apergospastikós) απεργοσπαστική (apergospastikí) απεργοσπαστικό (apergospastikó) απεργοσπαστικοί (apergospastikoí) απεργοσπαστικές (apergospastikés) απεργοσπαστικά (apergospastiká)
genitive απεργοσπαστικού (apergospastikoú) απεργοσπαστικής (apergospastikís) απεργοσπαστικού (apergospastikoú) απεργοσπαστικών (apergospastikón) απεργοσπαστικών (apergospastikón) απεργοσπαστικών (apergospastikón)
accusative απεργοσπαστικό (apergospastikó) απεργοσπαστική (apergospastikí) απεργοσπαστικό (apergospastikó) απεργοσπαστικούς (apergospastikoús) απεργοσπαστικές (apergospastikés) απεργοσπαστικά (apergospastiká)
vocative απεργοσπαστικέ (apergospastiké) απεργοσπαστική (apergospastikí) απεργοσπαστικό (apergospastikó) απεργοσπαστικοί (apergospastikoí) απεργοσπαστικές (apergospastikés) απεργοσπαστικά (apergospastiká)
  • and see: απεργώ (apergó, to strike, to withdraw labour)