απερπάτητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απερπάτητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απερπάτητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απερπάτητος in singular and plural. Everything you need to know about the word απερπάτητος you have here. The definition of the word απερπάτητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπερπάτητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απερπάτητος (aperpátitosm (feminine απερπάτητη, neuter απερπάτητο)

  1. unwalked, untrodden
    Synonym: απερπάτητος (aperpátitos)

Declension

Declension of απερπάτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απερπάτητος (aperpátitos) απερπάτητη (aperpátiti) απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητοι (aperpátitoi) απερπάτητες (aperpátites) απερπάτητα (aperpátita)
genitive απερπάτητου (aperpátitou) απερπάτητης (aperpátitis) απερπάτητου (aperpátitou) απερπάτητων (aperpátiton) απερπάτητων (aperpátiton) απερπάτητων (aperpátiton)
accusative απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητη (aperpátiti) απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητους (aperpátitous) απερπάτητες (aperpátites) απερπάτητα (aperpátita)
vocative απερπάτητε (aperpátite) απερπάτητη (aperpátiti) απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητοι (aperpátitoi) απερπάτητες (aperpátites) απερπάτητα (aperpátita)