απηνής • (apinís) m (feminine απηνής, neuter απηνές) (found chiefly in phrases)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απηνής • | απηνής • | απηνές • | απηνείς • | απηνείς • | απηνή • |
genitive | απηνούς • / απηνή • | απηνούς • | απηνούς • | απηνών • | απηνών • | απηνών • |
accusative | απηνή • | απηνή • | απηνές • | απηνείς • | απηνείς • | απηνή • |
vocative | απηνή • / απηνής • | απηνής • | απηνές • | απηνείς • | απηνείς • | απηνή • |