απισχναντικός • (apischnantikós) m (feminine απισχvαντική, neuter απισχvαντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απισχναντικός (apischnantikós) | απισχναντική (apischnantikí) | απισχναντικό (apischnantikó) | απισχναντικοί (apischnantikoí) | απισχναντικές (apischnantikés) | απισχναντικά (apischnantiká) | |
genitive | απισχναντικού (apischnantikoú) | απισχναντικής (apischnantikís) | απισχναντικού (apischnantikoú) | απισχναντικών (apischnantikón) | απισχναντικών (apischnantikón) | απισχναντικών (apischnantikón) | |
accusative | απισχναντικό (apischnantikó) | απισχναντική (apischnantikí) | απισχναντικό (apischnantikó) | απισχναντικούς (apischnantikoús) | απισχναντικές (apischnantikés) | απισχναντικά (apischnantiká) | |
vocative | απισχναντικέ (apischnantiké) | απισχναντική (apischnantikí) | απισχναντικό (apischnantikó) | απισχναντικοί (apischnantikoí) | απισχναντικές (apischnantikés) | απισχναντικά (apischnantiká) |