απλειστηρίαστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απλειστηρίαστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απλειστηρίαστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απλειστηρίαστος in singular and plural. Everything you need to know about the word απλειστηρίαστος you have here. The definition of the word απλειστηρίαστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπλειστηρίαστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απλειστηρίαστος (apleistiríastosm (feminine απλειστηρίαστη, neuter απλειστηρίαστο)

  1. unauctioned, not auctioned

Declension

Declension of απλειστηρίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλειστηρίαστος (apleistiríastos) απλειστηρίαστη (apleistiríasti) απλειστηρίαστο (apleistiríasto) απλειστηρίαστοι (apleistiríastoi) απλειστηρίαστες (apleistiríastes) απλειστηρίαστα (apleistiríasta)
genitive απλειστηρίαστου (apleistiríastou) απλειστηρίαστης (apleistiríastis) απλειστηρίαστου (apleistiríastou) απλειστηρίαστων (apleistiríaston) απλειστηρίαστων (apleistiríaston) απλειστηρίαστων (apleistiríaston)
accusative απλειστηρίαστο (apleistiríasto) απλειστηρίαστη (apleistiríasti) απλειστηρίαστο (apleistiríasto) απλειστηρίαστους (apleistiríastous) απλειστηρίαστες (apleistiríastes) απλειστηρίαστα (apleistiríasta)
vocative απλειστηρίαστε (apleistiríaste) απλειστηρίαστη (apleistiríasti) απλειστηρίαστο (apleistiríasto) απλειστηρίαστοι (apleistiríastoi) απλειστηρίαστες (apleistiríastes) απλειστηρίαστα (apleistiríasta)