απλειστηρίαστος • (apleistiríastos) m (feminine απλειστηρίαστη, neuter απλειστηρίαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απλειστηρίαστος (apleistiríastos) | απλειστηρίαστη (apleistiríasti) | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστοι (apleistiríastoi) | απλειστηρίαστες (apleistiríastes) | απλειστηρίαστα (apleistiríasta) | |
genitive | απλειστηρίαστου (apleistiríastou) | απλειστηρίαστης (apleistiríastis) | απλειστηρίαστου (apleistiríastou) | απλειστηρίαστων (apleistiríaston) | απλειστηρίαστων (apleistiríaston) | απλειστηρίαστων (apleistiríaston) | |
accusative | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστη (apleistiríasti) | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστους (apleistiríastous) | απλειστηρίαστες (apleistiríastes) | απλειστηρίαστα (apleistiríasta) | |
vocative | απλειστηρίαστε (apleistiríaste) | απλειστηρίαστη (apleistiríasti) | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστοι (apleistiríastoi) | απλειστηρίαστες (apleistiríastes) | απλειστηρίαστα (apleistiríasta) |