αποβατικός • (apovatikós) m (feminine αποβατική, neuter αποβατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποβατικός (apovatikós) | αποβατική (apovatikí) | αποβατικό (apovatikó) | αποβατικοί (apovatikoí) | αποβατικές (apovatikés) | αποβατικά (apovatiká) | |
genitive | αποβατικού (apovatikoú) | αποβατικής (apovatikís) | αποβατικού (apovatikoú) | αποβατικών (apovatikón) | αποβατικών (apovatikón) | αποβατικών (apovatikón) | |
accusative | αποβατικό (apovatikó) | αποβατική (apovatikí) | αποβατικό (apovatikó) | αποβατικούς (apovatikoús) | αποβατικές (apovatikés) | αποβατικά (apovatiká) | |
vocative | αποβατικέ (apovatiké) | αποβατική (apovatikí) | αποβατικό (apovatikó) | αποβατικοί (apovatikoí) | αποβατικές (apovatikés) | αποβατικά (apovatiká) |