αποβολιμαίος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποβολιμαίος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποβολιμαίος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποβολιμαίος in singular and plural. Everything you need to know about the word αποβολιμαίος you have here. The definition of the word αποβολιμαίος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποβολιμαίος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποβολιμαίος (apovolimaíosm (feminine αποβολιμαία, neuter αποβολιμαίο)

  1. due to be expelled, about to be aborted

Declension

Declension of αποβολιμαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποβολιμαίος (apovolimaíos) αποβολιμαία (apovolimaía) αποβολιμαίο (apovolimaío) αποβολιμαίοι (apovolimaíoi) αποβολιμαίες (apovolimaíes) αποβολιμαία (apovolimaía)
genitive αποβολιμαίου (apovolimaíou) αποβολιμαίας (apovolimaías) αποβολιμαίου (apovolimaíou) αποβολιμαίων (apovolimaíon) αποβολιμαίων (apovolimaíon) αποβολιμαίων (apovolimaíon)
accusative αποβολιμαίο (apovolimaío) αποβολιμαία (apovolimaía) αποβολιμαίο (apovolimaío) αποβολιμαίους (apovolimaíous) αποβολιμαίες (apovolimaíes) αποβολιμαία (apovolimaía)
vocative αποβολιμαίε (apovolimaíe) αποβολιμαία (apovolimaía) αποβολιμαίο (apovolimaío) αποβολιμαίοι (apovolimaíoi) αποβολιμαίες (apovolimaíes) αποβολιμαία (apovolimaía)