αποβραδινός • (apovradinós) m (feminine αποβραδινή, neuter αποβραδινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποβραδινός (apovradinós) | αποβραδινή (apovradiní) | αποβραδινό (apovradinó) | αποβραδινοί (apovradinoí) | αποβραδινές (apovradinés) | αποβραδινά (apovradiná) | |
genitive | αποβραδινού (apovradinoú) | αποβραδινής (apovradinís) | αποβραδινού (apovradinoú) | αποβραδινών (apovradinón) | αποβραδινών (apovradinón) | αποβραδινών (apovradinón) | |
accusative | αποβραδινό (apovradinó) | αποβραδινή (apovradiní) | αποβραδινό (apovradinó) | αποβραδινούς (apovradinoús) | αποβραδινές (apovradinés) | αποβραδινά (apovradiná) | |
vocative | αποβραδινέ (apovradiné) | αποβραδινή (apovradiní) | αποβραδινό (apovradinó) | αποβραδινοί (apovradinoí) | αποβραδινές (apovradinés) | αποβραδινά (apovradiná) |