From Ancient Greek ἀποδεδειγμένος (apodedeigménos).
αποδεδειγμένος • (apodedeigménos) m (feminine αποδεδειγμένη, neuter αποδεδειγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδεδειγμένος • | αποδεδειγμένη • | αποδεδειγμένο • | αποδεδειγμένοι • | αποδεδειγμένες • | αποδεδειγμένα • |
genitive | αποδεδειγμένου • | αποδεδειγμένης • | αποδεδειγμένου • | αποδεδειγμένων • | αποδεδειγμένων • | αποδεδειγμένων • |
accusative | αποδεδειγμένο • | αποδεδειγμένη • | αποδεδειγμένο • | αποδεδειγμένους • | αποδεδειγμένες • | αποδεδειγμένα • |
vocative | αποδεδειγμένε • | αποδεδειγμένη • | αποδεδειγμένο • | αποδεδειγμένοι • | αποδεδειγμένες • | αποδεδειγμένα • |