αποδεικτέος • (apodeiktéos) m (feminine αποδεικτέα, neuter αποδεικτέο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδεικτέος • | αποδεικτέα • | αποδεικτέο • | αποδεικτέοι • | αποδεικτέες • | αποδεικτέα • |
genitive | αποδεικτέου • | αποδεικτέας • | αποδεικτέου • | αποδεικτέων • | αποδεικτέων • | αποδεικτέων • |
accusative | αποδεικτέο • | αποδεικτέα • | αποδεικτέο • | αποδεικτέους • | αποδεικτέες • | αποδεικτέα • |
vocative | αποδεικτέε • | αποδεικτέα • | αποδεικτέο • | αποδεικτέοι • | αποδεικτέες • | αποδεικτέα • |