Learned borrowing from Ancient Greek ἀποδεικτικός (apodeiktikós).[1] By surface analysis, αποδεικ(νύω) (apodeik(nýo)) + -τικός (-tikós).
αποδεικτικός • (apodeiktikós) m (feminine αποδεικτική, neuter αποδεικτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποδεικτικός (apodeiktikós) | αποδεικτική (apodeiktikí) | αποδεικτικό (apodeiktikó) | αποδεικτικοί (apodeiktikoí) | αποδεικτικές (apodeiktikés) | αποδεικτικά (apodeiktiká) | |
genitive | αποδεικτικού (apodeiktikoú) | αποδεικτικής (apodeiktikís) | αποδεικτικού (apodeiktikoú) | αποδεικτικών (apodeiktikón) | αποδεικτικών (apodeiktikón) | αποδεικτικών (apodeiktikón) | |
accusative | αποδεικτικό (apodeiktikó) | αποδεικτική (apodeiktikí) | αποδεικτικό (apodeiktikó) | αποδεικτικούς (apodeiktikoús) | αποδεικτικές (apodeiktikés) | αποδεικτικά (apodeiktiká) | |
vocative | αποδεικτικέ (apodeiktiké) | αποδεικτική (apodeiktikí) | αποδεικτικό (apodeiktikó) | αποδεικτικοί (apodeiktikoí) | αποδεικτικές (apodeiktikés) | αποδεικτικά (apodeiktiká) |