αποδοκιμαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποδοκιμαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποδοκιμαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποδοκιμαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποδοκιμαστικός you have here. The definition of the word αποδοκιμαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποδοκιμαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποδοκιμαστικός (apodokimastikósm (feminine αποδοκιμαστική, neuter αποδοκιμαστικό)

  1. disapproving

Declension

Declension of αποδοκιμαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδοκιμαστικός (apodokimastikós) αποδοκιμαστική (apodokimastikí) αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) αποδοκιμαστικοί (apodokimastikoí) αποδοκιμαστικές (apodokimastikés) αποδοκιμαστικά (apodokimastiká)
genitive αποδοκιμαστικού (apodokimastikoú) αποδοκιμαστικής (apodokimastikís) αποδοκιμαστικού (apodokimastikoú) αποδοκιμαστικών (apodokimastikón) αποδοκιμαστικών (apodokimastikón) αποδοκιμαστικών (apodokimastikón)
accusative αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) αποδοκιμαστική (apodokimastikí) αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) αποδοκιμαστικούς (apodokimastikoús) αποδοκιμαστικές (apodokimastikés) αποδοκιμαστικά (apodokimastiká)
vocative αποδοκιμαστικέ (apodokimastiké) αποδοκιμαστική (apodokimastikí) αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) αποδοκιμαστικοί (apodokimastikoí) αποδοκιμαστικές (apodokimastikés) αποδοκιμαστικά (apodokimastiká)