αποδοκιμαστικός • (apodokimastikós) m (feminine αποδοκιμαστική, neuter αποδοκιμαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποδοκιμαστικός (apodokimastikós) | αποδοκιμαστική (apodokimastikí) | αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) | αποδοκιμαστικοί (apodokimastikoí) | αποδοκιμαστικές (apodokimastikés) | αποδοκιμαστικά (apodokimastiká) | |
genitive | αποδοκιμαστικού (apodokimastikoú) | αποδοκιμαστικής (apodokimastikís) | αποδοκιμαστικού (apodokimastikoú) | αποδοκιμαστικών (apodokimastikón) | αποδοκιμαστικών (apodokimastikón) | αποδοκιμαστικών (apodokimastikón) | |
accusative | αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) | αποδοκιμαστική (apodokimastikí) | αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) | αποδοκιμαστικούς (apodokimastikoús) | αποδοκιμαστικές (apodokimastikés) | αποδοκιμαστικά (apodokimastiká) | |
vocative | αποδοκιμαστικέ (apodokimastiké) | αποδοκιμαστική (apodokimastikí) | αποδοκιμαστικό (apodokimastikó) | αποδοκιμαστικοί (apodokimastikoí) | αποδοκιμαστικές (apodokimastikés) | αποδοκιμαστικά (apodokimastiká) |