αποδοτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποδοτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποδοτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποδοτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποδοτικός you have here. The definition of the word αποδοτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποδοτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποδοτικός (apodotikósm (feminine αποδοτική, neuter αποδοτικό)

  1. productive, efficient, profitable

Declension

Declension of αποδοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδοτικος (apodotikos) αποδοτικη (apodotiki) αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικοι (apodotikoi) αποδοτικες (apodotikes) αποδοτικα (apodotika)
genitive αποδοτικου (apodotikou) αποδοτικης (apodotikis) αποδοτικου (apodotikou) αποδοτικων (apodotikon) αποδοτικων (apodotikon) αποδοτικων (apodotikon)
accusative αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικη (apodotiki) αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικους (apodotikous) αποδοτικες (apodotikes) αποδοτικα (apodotika)
vocative αποδοτικε (apodotike) αποδοτικη (apodotiki) αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικοι (apodotikoi) αποδοτικες (apodotikes) αποδοτικα (apodotika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποδοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποδοτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδοτικότερος (apodotikóteros) αποδοτικότερη (apodotikóteri) αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότεροι (apodotikóteroi) αποδοτικότερες (apodotikóteres) αποδοτικότερα (apodotikótera)
genitive αποδοτικότερου (apodotikóterou) αποδοτικότερης (apodotikóteris) αποδοτικότερου (apodotikóterou) αποδοτικότερων (apodotikóteron) αποδοτικότερων (apodotikóteron) αποδοτικότερων (apodotikóteron)
accusative αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότερη (apodotikóteri) αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότερους (apodotikóterous) αποδοτικότερες (apodotikóteres) αποδοτικότερα (apodotikótera)
vocative αποδοτικότερε (apodotikótere) αποδοτικότερη (apodotikóteri) αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότεροι (apodotikóteroi) αποδοτικότερες (apodotikóteres) αποδοτικότερα (apodotikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποδοτικότερος", etc)