αποδοτικός • (apodotikós) m (feminine αποδοτική, neuter αποδοτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποδοτικος (apodotikos) | αποδοτικη (apodotiki) | αποδοτικο (apodotiko) | αποδοτικοι (apodotikoi) | αποδοτικες (apodotikes) | αποδοτικα (apodotika) | |
genitive | αποδοτικου (apodotikou) | αποδοτικης (apodotikis) | αποδοτικου (apodotikou) | αποδοτικων (apodotikon) | αποδοτικων (apodotikon) | αποδοτικων (apodotikon) | |
accusative | αποδοτικο (apodotiko) | αποδοτικη (apodotiki) | αποδοτικο (apodotiko) | αποδοτικους (apodotikous) | αποδοτικες (apodotikes) | αποδοτικα (apodotika) | |
vocative | αποδοτικε (apodotike) | αποδοτικη (apodotiki) | αποδοτικο (apodotiko) | αποδοτικοι (apodotikoi) | αποδοτικες (apodotikes) | αποδοτικα (apodotika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποδοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποδοτικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποδοτικότερος", etc) |