|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αποθηκεύω
|
αποθηκεύσω, αποθηκέψω1
|
αποθηκεύομαι
|
αποθηκευτώ, αποθηκευθώ
|
2 sg
|
αποθηκεύεις
|
αποθηκεύσεις, αποθηκέψεις
|
αποθηκεύεσαι
|
αποθηκευτείς, αποθηκευθείς
|
3 sg
|
αποθηκεύει
|
αποθηκεύσει, αποθηκέψει
|
αποθηκεύεται
|
αποθηκευτεί, αποθηκευθεί
|
|
1 pl
|
αποθηκεύουμε, [‑ομε]
|
αποθηκεύσουμε, [‑ομε], αποθηκέψουμε, [‑ομε]
|
αποθηκευόμαστε
|
αποθηκευτούμε, αποθηκευθούμε
|
2 pl
|
αποθηκεύετε
|
αποθηκεύσετε, αποθηκέψετε
|
αποθηκεύεστε, αποθηκευόσαστε
|
αποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε
|
3 pl
|
αποθηκεύουν(ε)
|
αποθηκεύσουν(ε), αποθηκέψουν(ε)
|
αποθηκεύονται
|
αποθηκευτούν(ε), αποθηκευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αποθήκευα
|
αποθήκευσα, αποθήκεψα1
|
αποθηκευόμουν(α)
|
αποθηκεύτηκα, αποθηκεύθηκα
|
2 sg
|
αποθήκευες
|
αποθήκευσες, αποθήκεψες
|
αποθηκευόσουν(α)
|
αποθηκεύτηκες, αποθηκεύθηκες
|
3 sg
|
αποθήκευε
|
αποθήκευσε, αποθήκεψε
|
αποθηκευόταν(ε)
|
αποθηκεύτηκε, αποθηκεύθηκε
|
|
1 pl
|
αποθηκεύαμε
|
αποθηκεύσαμε, αποθηκέψαμε
|
αποθηκευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αποθηκευτήκαμε, αποθηκευθήκαμε
|
2 pl
|
αποθηκεύατε
|
αποθηκεύσατε, αποθηκέψατε
|
αποθηκευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αποθηκευτήκατε, αποθηκευθήκατε
|
3 pl
|
αποθήκευαν, αποθηκεύαν(ε)
|
αποθήκευσαν, αποθηκεύσαν(ε), αποθήκεψαν
|
αποθηκεύονταν, (αποθηκευόντουσαν)
|
αποθηκεύτηκαν, αποθηκευτήκαν(ε), αποθηκεύθηκαν, αποθηκευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αποθηκεύω ➤
|
θα αποθηκεύσω / αποθηκέψω ➤
|
θα αποθηκεύομαι ➤
|
θα αποθηκευτώ / αποθηκευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αποθηκεύεις, …
|
θα αποθηκεύσεις / αποθηκέψεις, …
|
θα αποθηκεύεσαι, …
|
θα αποθηκευτείς / αποθηκευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αποθηκεύσει / αποθηκέψει έχω, έχεις, … αποθηκευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αποθηκευτεί / αποθηκευθεί είμαι, είσαι, … αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αποθηκεύσει / αποθηκέψει είχα, είχες, … αποθηκευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αποθηκευτεί / αποθηκευθεί ήμουν, ήσουν, … αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αποθηκεύσει / αποθηκέψει θα έχω, θα έχεις, … αποθηκευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αποθηκευτεί / αποθηκευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αποθήκευε
|
αποθήκευσε, αποθήκεψε / αποθήκευ' 2
|
—
|
αποθηκεύσου, αποθηκέψου
|
2 pl
|
αποθηκεύετε
|
απογοητεύστε, αποθηκέψτε / αποθηκεύτε3
|
αποθηκεύεστε
|
αποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αποθηκεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αποθηκεύσει / αποθηκέψει ➤
|
αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αποθηκεύσει, αποθηκέψει
|
αποθηκευτεί, αποθηκευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The active colloquial forms with < ψ > are less common. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. αποθήκευ' το ("store it!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|