Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αποθησαυρίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αποθησαυρίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αποθησαυρίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αποθησαυρίζω you have here. The definition of the word
αποθησαυρίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αποθησαυρίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Verb
αποθησαυρίζω • (apothisavrízo) (past αποθησαύρισα, passive αποθησαυρίζομαι)
- to hoard, amass (money, food)
Conjugation
αποθησαυρίζω αποθησαυρίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αποθησαυρίζω
|
αποθησαυρίσω
|
αποθησαυρίζομαι
|
αποθησαυριστώ
|
2 sg
|
αποθησαυρίζεις
|
αποθησαυρίσεις
|
αποθησαυρίζεσαι
|
αποθησαυριστείς
|
3 sg
|
αποθησαυρίζει
|
αποθησαυρίσει
|
αποθησαυρίζεται
|
αποθησαυριστεί
|
|
1 pl
|
αποθησαυρίζουμε, [‑ομε]
|
αποθησαυρίσουμε, [‑ομε]
|
αποθησαυρισόμαστε
|
αποθησαυριστούμε
|
2 pl
|
αποθησαυρίζετε
|
αποθησαυρίσετε
|
αποθησαυρίζεστε, αποθησαυρισόσαστε
|
αποθησαυριστείτε
|
3 pl
|
αποθησαυρίζουν(ε)
|
αποθησαυρίσουν(ε)
|
αποθησαυρίζονται
|
αποθησαυριστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αποθησαύριζα
|
αποθησαύρισα
|
αποθησαυρισόμουν(α)
|
αποθησαυρίστηκα
|
2 sg
|
αποθησαύριζες
|
αποθησαύρισες
|
αποθησαυρισόσουν(α)
|
αποθησαυρίστηκες
|
3 sg
|
αποθησαύριζε
|
αποθησαύρισε
|
αποθησαυρισόταν(ε)
|
αποθησαυρίστηκε
|
|
1 pl
|
αποθησαυρίζαμε
|
αποθησαυρίσαμε
|
αποθησαυρισόμασταν, (‑όμαστε)
|
αποθησαυριστήκαμε
|
2 pl
|
αποθησαυρίζατε
|
αποθησαυρίσατε
|
αποθησαυρισόσασταν, (‑όσαστε)
|
αποθησαυριστήκατε
|
3 pl
|
αποθησαύριζαν, αποθησαυρίζαν(ε)
|
αποθησαύρισαν, αποθησαυρίσαν(ε)
|
αποθησαυρίζονταν, (αποθησαυρισόντουσαν)
|
αποθησαυρίστηκαν, αποθησαυριστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αποθησαυρίζω ➤
|
θα αποθησαυρίσω ➤
|
θα αποθησαυρίζομαι ➤
|
θα αποθησαυριστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αποθησαυρίζεις, …
|
θα αποθησαυρίσεις, …
|
θα αποθησαυρίζεσαι, …
|
θα αποθησαυριστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αποθησαυρίσει έχω, έχεις, … αποθησαυρισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αποθησαυριστεί είμαι, είσαι, … αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αποθησαυρίσει είχα, είχες, … αποθησαυρισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αποθησαυριστεί ήμουν, ήσουν, … αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αποθησαυρίσει θα έχω, θα έχεις, … αποθησαυρισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αποθησαυριστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αποθησαύριζε
|
αποθησαύρισε
|
—
|
αποθησαυρίσου
|
2 pl
|
αποθησαυρίζετε
|
αποθησαυρίστε
|
αποθησαυρίζεστε
|
αποθησαυριστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αποθησαυρίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αποθησαυρίσει ➤
|
αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αποθησαυρίσει
|
αποθησαυριστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms