αποικιστικός • (apoikistikós) m (feminine αποικιστική, neuter αποικιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποικιστικός (apoikistikós) | αποικιστική (apoikistikí) | αποικιστικό (apoikistikó) | αποικιστικοί (apoikistikoí) | αποικιστικές (apoikistikés) | αποικιστικά (apoikistiká) | |
genitive | αποικιστικού (apoikistikoú) | αποικιστικής (apoikistikís) | αποικιστικού (apoikistikoú) | αποικιστικών (apoikistikón) | αποικιστικών (apoikistikón) | αποικιστικών (apoikistikón) | |
accusative | αποικιστικό (apoikistikó) | αποικιστική (apoikistikí) | αποικιστικό (apoikistikó) | αποικιστικούς (apoikistikoús) | αποικιστικές (apoikistikés) | αποικιστικά (apoikistiká) | |
vocative | αποικιστικέ (apoikistiké) | αποικιστική (apoikistikí) | αποικιστικό (apoikistikó) | αποικιστικοί (apoikistikoí) | αποικιστικές (apoikistikés) | αποικιστικά (apoikistiká) |