αποκαλυπτήριος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποκαλυπτήριος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποκαλυπτήριος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποκαλυπτήριος in singular and plural. Everything you need to know about the word αποκαλυπτήριος you have here. The definition of the word αποκαλυπτήριος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποκαλυπτήριος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποκαλυπτήριος (apokalyptíriosm (feminine αποκαλυπτήριη, neuter αποκαλυπτήριο)

  1. revelation, exposure (especially of wrongdoing)
  2. (as a noun) revelation
    Synonym: αποκαλυπτήρια (apokalyptíria)

Declension

Declension of αποκαλυπτήριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκαλυπτήριος (apokalyptírios) αποκαλυπτήριη (apokalyptírii) αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) αποκαλυπτήριοι (apokalyptírioi) αποκαλυπτήριες (apokalyptíries) αποκαλυπτήρια (apokalyptíria)
genitive αποκαλυπτήριου (apokalyptíriou) αποκαλυπτήριης (apokalyptíriis) αποκαλυπτήριου (apokalyptíriou) αποκαλυπτήριων (apokalyptírion) αποκαλυπτήριων (apokalyptírion) αποκαλυπτήριων (apokalyptírion)
accusative αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) αποκαλυπτήριη (apokalyptírii) αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) αποκαλυπτήριους (apokalyptírious) αποκαλυπτήριες (apokalyptíries) αποκαλυπτήρια (apokalyptíria)
vocative αποκαλυπτήριε (apokalyptírie) αποκαλυπτήριη (apokalyptírii) αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) αποκαλυπτήριοι (apokalyptírioi) αποκαλυπτήριες (apokalyptíries) αποκαλυπτήρια (apokalyptíria)