αποκαλυπτήριος • (apokalyptírios) m (feminine αποκαλυπτήριη, neuter αποκαλυπτήριο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποκαλυπτήριος (apokalyptírios) | αποκαλυπτήριη (apokalyptírii) | αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) | αποκαλυπτήριοι (apokalyptírioi) | αποκαλυπτήριες (apokalyptíries) | αποκαλυπτήρια (apokalyptíria) | |
genitive | αποκαλυπτήριου (apokalyptíriou) | αποκαλυπτήριης (apokalyptíriis) | αποκαλυπτήριου (apokalyptíriou) | αποκαλυπτήριων (apokalyptírion) | αποκαλυπτήριων (apokalyptírion) | αποκαλυπτήριων (apokalyptírion) | |
accusative | αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) | αποκαλυπτήριη (apokalyptírii) | αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) | αποκαλυπτήριους (apokalyptírious) | αποκαλυπτήριες (apokalyptíries) | αποκαλυπτήρια (apokalyptíria) | |
vocative | αποκαλυπτήριε (apokalyptírie) | αποκαλυπτήριη (apokalyptírii) | αποκαλυπτήριο (apokalyptírio) | αποκαλυπτήριοι (apokalyptírioi) | αποκαλυπτήριες (apokalyptíries) | αποκαλυπτήρια (apokalyptíria) |