απολέμητος • (apolémitos) m (feminine απολέμητη, neuter απολέμητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απολέμητος (apolémitos) | απολέμητη (apolémiti) | απολέμητο (apolémito) | απολέμητοι (apolémitoi) | απολέμητες (apolémites) | απολέμητα (apolémita) | |
genitive | απολέμητου (apolémitou) | απολέμητης (apolémitis) | απολέμητου (apolémitou) | απολέμητων (apolémiton) | απολέμητων (apolémiton) | απολέμητων (apolémiton) | |
accusative | απολέμητο (apolémito) | απολέμητη (apolémiti) | απολέμητο (apolémito) | απολέμητους (apolémitous) | απολέμητες (apolémites) | απολέμητα (apolémita) | |
vocative | απολέμητε (apolémite) | απολέμητη (apolémiti) | απολέμητο (apolémito) | απολέμητοι (apolémitoi) | απολέμητες (apolémites) | απολέμητα (apolémita) |