απολυμαντικός • (apolymantikós) m (feminine απολυμαντική, neuter απολυμαντικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολυμαντικός • | απολυμαντική • | απολυμαντικό • | απολυμαντικοί • | απολυμαντικές • | απολυμαντικά • |
genitive | απολυμαντικού • | απολυμαντικής • | απολυμαντικού • | απολυμαντικών • | απολυμαντικών • | απολυμαντικών • |
accusative | απολυμαντικό • | απολυμαντική • | απολυμαντικό • | απολυμαντικούς • | απολυμαντικές • | απολυμαντικά • |
vocative | απολυμαντικέ • | απολυμαντική • | απολυμαντικό • | απολυμαντικοί • | απολυμαντικές • | απολυμαντικά • |