απολυτός • (apolytós) m (feminine απολυτή, neuter απολυτό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολυτός • | απολυτή • | απολυτό • | απολυτοί • | απολυτές • | απολυτά • |
genitive | απολυτού • | απολυτής • | απολυτού • | απολυτών • | απολυτών • | απολυτών • |
accusative | απολυτό • | απολυτή • | απολυτό • | απολυτούς • | απολυτές • | απολυτά • |
vocative | απολυτέ • | απολυτή • | απολυτό • | απολυτοί • | απολυτές • | απολυτά • |