απομονωτήριο • (apomonotírio) n (plural απομονωτήρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομονωτήριο (apomonotírio) | απομονωτήρια (apomonotíria) |
genitive | απομονωτηρίου (apomonotiríou) απομονωτήριου (apomonotíriou) |
απομονωτηρίων (apomonotiríon) |
accusative | απομονωτήριο (apomonotírio) | απομονωτήρια (apomonotíria) |
vocative | απομονωτήριο (apomonotírio) | απομονωτήρια (apomonotíria) |
Proparoxytone genitive forms are less common: απομονωτήριου (apomonotíriou) and απομονωτήριων (apomonotírion)