απομονωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απομονωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απομονωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απομονωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word απομονωτικός you have here. The definition of the word απομονωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπομονωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απομονωτικός (apomonotikósm (feminine απομονωτική, neuter απομονωτικό)

  1. isolating
  2. insulating

Declension

Declension of απομονωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απομονωτικός (apomonotikós) απομονωτική (apomonotikí) απομονωτικό (apomonotikó) απομονωτικοί (apomonotikoí) απομονωτικές (apomonotikés) απομονωτικά (apomonotiká)
genitive απομονωτικού (apomonotikoú) απομονωτικής (apomonotikís) απομονωτικού (apomonotikoú) απομονωτικών (apomonotikón) απομονωτικών (apomonotikón) απομονωτικών (apomonotikón)
accusative απομονωτικό (apomonotikó) απομονωτική (apomonotikí) απομονωτικό (apomonotikó) απομονωτικούς (apomonotikoús) απομονωτικές (apomonotikés) απομονωτικά (apomonotiká)
vocative απομονωτικέ (apomonotiké) απομονωτική (apomonotikí) απομονωτικό (apomonotikó) απομονωτικοί (apomonotikoí) απομονωτικές (apomonotikés) απομονωτικά (apomonotiká)