απομυθοποίηση • (apomythopoíisi) f (plural απομυθοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομυθοποίηση (apomythopoíisi) | απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis) |
genitive | απομυθοποίησης (apomythopoíisis) | απομυθοποιήσεων (apomythopoiíseon) |
accusative | απομυθοποίηση (apomythopoíisi) | απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis) |
vocative | απομυθοποίηση (apomythopoíisi) | απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: απομυθοποιήσεως (apomythopoiíseos)