αποναρκωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποναρκωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποναρκωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποναρκωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποναρκωτικός you have here. The definition of the word αποναρκωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποναρκωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποναρκωτικός (aponarkotikósm (feminine αποναρκωτική, neuter αποναρκωτικό)

  1. stupefying, beguiling

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποναρκωτικός (aponarkotikós) αποναρκωτική (aponarkotikí) αποναρκωτικό (aponarkotikó) αποναρκωτικοί (aponarkotikoí) αποναρκωτικές (aponarkotikés) αποναρκωτικά (aponarkotiká)
genitive αποναρκωτικού (aponarkotikoú) αποναρκωτικής (aponarkotikís) αποναρκωτικού (aponarkotikoú) αποναρκωτικών (aponarkotikón) αποναρκωτικών (aponarkotikón) αποναρκωτικών (aponarkotikón)
accusative αποναρκωτικό (aponarkotikó) αποναρκωτική (aponarkotikí) αποναρκωτικό (aponarkotikó) αποναρκωτικούς (aponarkotikoús) αποναρκωτικές (aponarkotikés) αποναρκωτικά (aponarkotiká)
vocative αποναρκωτικέ (aponarkotiké) αποναρκωτική (aponarkotikí) αποναρκωτικό (aponarkotikó) αποναρκωτικοί (aponarkotikoí) αποναρκωτικές (aponarkotikés) αποναρκωτικά (aponarkotiká)