αποξενώνω • (apoxenóno) (past αποξένωσα, passive αποξενώνομαι, p‑past αποξενώθηκα, ppp αποξενωμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποξενώνω | αποξενώσω | αποξενώνομαι | αποξενωθώ |
2 sg | αποξενώνεις | αποξενώσεις | αποξενώνεσαι | αποξενωθείς |
3 sg | αποξενώνει | αποξενώσει | αποξενώνεται | αποξενωθεί |
1 pl | αποξενώνουμε, [‑ομε] | αποξενώσουμε, [‑ομε] | αποξενωνόμαστε | αποξενωθούμε |
2 pl | αποξενώνετε | αποξενώσετε | αποξενώνεστε, αποξενωνόσαστε | αποξενωθείτε |
3 pl | αποξενώνουν(ε) | αποξενώσουν(ε) | αποξενώνονται | αποξενωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποξένωνα | αποξένωσα | αποξενωνόμουν(α) | αποξενώθηκα |
2 sg | αποξένωνες | αποξένωσες | αποξενωνόσουν(α) | αποξενώθηκες |
3 sg | αποξένωνε | αποξένωσε | αποξενωνόταν(ε) | αποξενώθηκε |
1 pl | αποξενώναμε | αποξενώσαμε | αποξενωνόμασταν, (‑όμαστε) | αποξενωθήκαμε |
2 pl | αποξενώνατε | αποξενώσατε | αποξενωνόσασταν, (‑όσαστε) | αποξενωθήκατε |
3 pl | αποξένωναν, αποξενώναν(ε) | αποξένωσαν, αποξενώσαν(ε) | αποξενώνονταν, (αποξενωνόντουσαν) | αποξενώθηκαν, αποξενωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποξενώνω ➤ | θα αποξενώσω ➤ | θα αποξενώνομαι ➤ | θα αποξενωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποξενώνεις, … | θα αποξενώσεις, … | θα αποξενώνεσαι, … | θα αποξενωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποξενώσει έχω, έχεις, … αποξενωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποξενωθεί είμαι, είσαι, … αποξενωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποξενώσει είχα, είχες, … αποξενωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποξενωθεί ήμουν, ήσουν, … αποξενωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποξενώσει θα έχω, θα έχεις, … αποξενωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποξενωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποξενωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποξένωνε | αποξένωσε | — | αποξενώσου |
2 pl | αποξενώνετε | αποξενώστε | αποξενώνεστε | αποξενωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποξενώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποξενώσει ➤ | αποξενωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποξενώσει | αποξενωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||