Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αποπληρώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αποπληρώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αποπληρώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αποπληρώνω you have here. The definition of the word
αποπληρώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αποπληρώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek ἀποπληρῶ (apoplērô, “to pay a debt”) with -ώνω (-óno) suffix, from Ancient Greek ἀποπληρόω (apoplēróō, “to fill”). Compare Byzantine Greek αποπληρώνω (apoplērṓnō).[1][2][3] By surface analysis, απο- (apo-) + πληρώνω (pliróno).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.pliˈɾo.no/
- Hyphenation: α‧πο‧πλη‧ρώ‧νω
Verb
αποπληρώνω • (apopliróno) (past αποπλήρωσα, passive αποπληρώνομαι, ppp αποπληρωμένος)
- (transitive) to pay in full, to pay off (debt), to settle up (bill)
- Synonyms: εξοφλώ (exofló), ξεπληρώνω (xepliróno)
Conjugation
αποπληρώνω αποπληρώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αποπληρώνω
|
αποπληρώσω
|
αποπληρώνομαι
|
αποπληρωθώ
|
2 sg
|
αποπληρώνεις
|
αποπληρώσεις
|
αποπληρώνεσαι
|
αποπληρωθείς
|
3 sg
|
αποπληρώνει
|
αποπληρώσει
|
αποπληρώνεται
|
αποπληρωθεί
|
|
1 pl
|
αποπληρώνουμε, [‑ομε]
|
αποπληρώσουμε, [‑ομε]
|
αποπληρωνόμαστε
|
αποπληρωθούμε
|
2 pl
|
αποπληρώνετε
|
αποπληρώσετε
|
αποπληρώνεστε, αποπληρωνόσαστε
|
αποπληρωθείτε
|
3 pl
|
αποπληρώνουν(ε)
|
αποπληρώσουν(ε)
|
αποπληρώνονται
|
αποπληρωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αποπλήρωνα
|
αποπλήρωσα
|
αποπληρωνόμουν(α)
|
αποπληρώθηκα
|
2 sg
|
αποπλήρωνες
|
αποπλήρωσες
|
αποπληρωνόσουν(α)
|
αποπληρώθηκες
|
3 sg
|
αποπλήρωνε
|
αποπλήρωσε
|
αποπληρωνόταν(ε)
|
αποπληρώθηκε
|
|
1 pl
|
αποπληρώναμε
|
αποπληρώσαμε
|
αποπληρωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αποπληρωθήκαμε
|
2 pl
|
αποπληρώνατε
|
αποπληρώσατε
|
αποπληρωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αποπληρωθήκατε
|
3 pl
|
αποπλήρωναν, αποπληρώναν(ε)
|
αποπλήρωσαν, αποπληρώσαν(ε)
|
αποπληρώνονταν, (αποπληρωνόντουσαν)
|
αποπληρώθηκαν, αποπληρωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αποπληρώνω ➤
|
θα αποπληρώσω ➤
|
θα αποπληρώνομαι ➤
|
θα αποπληρωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αποπληρώνεις, …
|
θα αποπληρώσεις, …
|
θα αποπληρώνεσαι, …
|
θα αποπληρωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αποπληρώσει έχω, έχεις, … αποπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αποπληρωθεί είμαι, είσαι, … αποπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αποπληρώσει είχα, είχες, … αποπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αποπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … αποπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αποπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αποπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αποπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αποπλήρωνε
|
αποπλήρωσε
|
—
|
αποπληρώσου
|
2 pl
|
αποπληρώνετε
|
αποπληρώστε
|
αποπληρώνεστε
|
αποπληρωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αποπληρώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αποπληρώσει ➤
|
αποπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αποπληρώσει
|
αποπληρωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References