αποπνικτικός • (apopniktikós) m (feminine αποπνικτική, neuter αποπνικτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπνικτικός (apopniktikós) | αποπνικτική (apopniktikí) | αποπνικτικό (apopniktikó) | αποπνικτικοί (apopniktikoí) | αποπνικτικές (apopniktikés) | αποπνικτικά (apopniktiká) | |
genitive | αποπνικτικού (apopniktikoú) | αποπνικτικής (apopniktikís) | αποπνικτικού (apopniktikoú) | αποπνικτικών (apopniktikón) | αποπνικτικών (apopniktikón) | αποπνικτικών (apopniktikón) | |
accusative | αποπνικτικό (apopniktikó) | αποπνικτική (apopniktikí) | αποπνικτικό (apopniktikó) | αποπνικτικούς (apopniktikoús) | αποπνικτικές (apopniktikés) | αποπνικτικά (apopniktiká) | |
vocative | αποπνικτικέ (apopniktiké) | αποπνικτική (apopniktikí) | αποπνικτικό (apopniktikó) | αποπνικτικοί (apopniktikoí) | αποπνικτικές (apopniktikés) | αποπνικτικά (apopniktiká) |