Learnedly from the αποποινικοποιη- stem of αποποινικοποιώ (apopoinikopoió) + -ση (-si).[1]
αποποινικοποίηση • (apopoinikopoíisi) f (plural αποποινικοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisi) | αποποινικοποιήσεις (apopoinikopoiíseis) |
genitive | αποποινικοποίησης (apopoinikopoíisis) | αποποινικοποιήσεων (apopoinikopoiíseon) |
accusative | αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisi) | αποποινικοποιήσεις (apopoinikopoiíseis) |
vocative | αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisi) | αποποινικοποιήσεις (apopoinikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αποποινικοποιήσεως (apopoinikopoiíseos)