αποπροσανατολισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποπροσανατολισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποπροσανατολισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποπροσανατολισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word αποπροσανατολισμένος you have here. The definition of the word αποπροσανατολισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποπροσανατολισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Perfect participle of αποπροσανατολίζομαι (apoprosanatolízomai), passive voice of αποπροσανατολίζω (apoprosanatolízo, to disorient).

Pronunciation

  • IPA(key): /a.po.pɾo.sa.na.to.liˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧προ‧σα‧να‧το‧λι‧σμέ‧νος

Participle

αποπροσανατολισμένος (apoprosanatolisménosm (feminine αποπροσανατολισμένη, neuter αποπροσανατολισμένο)

  1. disoriented
    Είμαι αποπροσανατολισμένος από όλο αυτό το περπάτημα χωρίς νερό.
    Eímai apoprosanatolisménos apó ólo aftó to perpátima chorís neró.
    I am disoriented from all this walking without water.

Declension

Declension of αποπροσανατολισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποπροσανατολισμένος (apoprosanatolisménos) αποπροσανατολισμένη (apoprosanatolisméni) αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) αποπροσανατολισμένοι (apoprosanatolisménoi) αποπροσανατολισμένες (apoprosanatolisménes) αποπροσανατολισμένα (apoprosanatolisména)
genitive αποπροσανατολισμένου (apoprosanatolisménou) αποπροσανατολισμένης (apoprosanatolisménis) αποπροσανατολισμένου (apoprosanatolisménou) αποπροσανατολισμένων (apoprosanatolisménon) αποπροσανατολισμένων (apoprosanatolisménon) αποπροσανατολισμένων (apoprosanatolisménon)
accusative αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) αποπροσανατολισμένη (apoprosanatolisméni) αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) αποπροσανατολισμένους (apoprosanatolisménous) αποπροσανατολισμένες (apoprosanatolisménes) αποπροσανατολισμένα (apoprosanatolisména)
vocative αποπροσανατολισμένε (apoprosanatolisméne) αποπροσανατολισμένη (apoprosanatolisméni) αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) αποπροσανατολισμένοι (apoprosanatolisménoi) αποπροσανατολισμένες (apoprosanatolisménes) αποπροσανατολισμένα (apoprosanatolisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπροσανατολισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπροσανατολισμένος, etc.)

Antonyms