Perfect participle of αποπροσανατολίζομαι (apoprosanatolízomai), passive voice of αποπροσανατολίζω (apoprosanatolízo, “to disorient”).
αποπροσανατολισμένος • (apoprosanatolisménos) m (feminine αποπροσανατολισμένη, neuter αποπροσανατολισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπροσανατολισμένος (apoprosanatolisménos) | αποπροσανατολισμένη (apoprosanatolisméni) | αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) | αποπροσανατολισμένοι (apoprosanatolisménoi) | αποπροσανατολισμένες (apoprosanatolisménes) | αποπροσανατολισμένα (apoprosanatolisména) | |
genitive | αποπροσανατολισμένου (apoprosanatolisménou) | αποπροσανατολισμένης (apoprosanatolisménis) | αποπροσανατολισμένου (apoprosanatolisménou) | αποπροσανατολισμένων (apoprosanatolisménon) | αποπροσανατολισμένων (apoprosanatolisménon) | αποπροσανατολισμένων (apoprosanatolisménon) | |
accusative | αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) | αποπροσανατολισμένη (apoprosanatolisméni) | αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) | αποπροσανατολισμένους (apoprosanatolisménous) | αποπροσανατολισμένες (apoprosanatolisménes) | αποπροσανατολισμένα (apoprosanatolisména) | |
vocative | αποπροσανατολισμένε (apoprosanatolisméne) | αποπροσανατολισμένη (apoprosanatolisméni) | αποπροσανατολισμένο (apoprosanatolisméno) | αποπροσανατολισμένοι (apoprosanatolisménoi) | αποπροσανατολισμένες (apoprosanatolisménes) | αποπροσανατολισμένα (apoprosanatolisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπροσανατολισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπροσανατολισμένος, etc.)