απόρριμμα (apórrimma, “rubbish”) + δοχείο (docheío, “container”)
απορριμματοδοχείο • (aporrimmatodocheío) n (plural απορριμματοδοχεία)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) | απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía) |
genitive | απορριμματοδοχείου (aporrimmatodocheíou) | απορριμματοδοχείων (aporrimmatodocheíon) |
accusative | απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) | απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía) |
vocative | απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) | απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía) |