αποσβεστικός • (aposvestikós) m (feminine αποσβεστική, neuter αποσβεστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποσβεστικός (aposvestikós) | αποσβεστική (aposvestikí) | αποσβεστικό (aposvestikó) | αποσβεστικοί (aposvestikoí) | αποσβεστικές (aposvestikés) | αποσβεστικά (aposvestiká) | |
genitive | αποσβεστικού (aposvestikoú) | αποσβεστικής (aposvestikís) | αποσβεστικού (aposvestikoú) | αποσβεστικών (aposvestikón) | αποσβεστικών (aposvestikón) | αποσβεστικών (aposvestikón) | |
accusative | αποσβεστικό (aposvestikó) | αποσβεστική (aposvestikí) | αποσβεστικό (aposvestikó) | αποσβεστικούς (aposvestikoús) | αποσβεστικές (aposvestikés) | αποσβεστικά (aposvestiká) | |
vocative | αποσβεστικέ (aposvestiké) | αποσβεστική (aposvestikí) | αποσβεστικό (aposvestikó) | αποσβεστικοί (aposvestikoí) | αποσβεστικές (aposvestikés) | αποσβεστικά (aposvestiká) |