αποσπασματικός • (apospasmatikós) m (feminine αποσπασματική, neuter αποσπασματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσπασματικός • | αποσπασματική • | αποσπασματικό • | αποσπασματικοί • | αποσπασματικές • | αποσπασματικά • |
genitive | αποσπασματικού • | αποσπασματικής • | αποσπασματικού • | αποσπασματικών • | αποσπασματικών • | αποσπασματικών • |
accusative | αποσπασματικό • | αποσπασματική • | αποσπασματικό • | αποσπασματικούς • | αποσπασματικές • | αποσπασματικά • |
vocative | αποσπασματικέ • | αποσπασματική • | αποσπασματικό • | αποσπασματικοί • | αποσπασματικές • | αποσπασματικά • |