Perfect participle of αποστάζομαι (apostázomai), passive voice of αποστάζω (“distil”) & see απεσταγμένος (apestagménos).
αποσταγμένος • (apostagménos) m (feminine αποσταγμένη, neuter αποσταγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσταγμένος • | αποσταγμένη • | αποσταγμένο • | αποσταγμένοι • | αποσταγμένες • | αποσταγμένα • |
genitive | αποσταγμένου • | αποσταγμένης • | αποσταγμένου • | αποσταγμένων • | αποσταγμένων • | αποσταγμένων • |
accusative | αποσταγμένο • | αποσταγμένη • | αποσταγμένο • | αποσταγμένους • | αποσταγμένες • | αποσταγμένα • |
vocative | αποσταγμένε • | αποσταγμένη • | αποσταγμένο • | αποσταγμένοι • | αποσταγμένες • | αποσταγμένα • |