αποστρατιωτικοποίηση • (apostratiotikopoíisi) f (plural αποστρατιωτικοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποστρατιωτικοποίηση (apostratiotikopoíisi) | αποστρατιωτικοποιήσεις (apostratiotikopoiíseis) |
genitive | αποστρατιωτικοποίησης (apostratiotikopoíisis) | αποστρατιωτικοποιήσεων (apostratiotikopoiíseon) |
accusative | αποστρατιωτικοποίηση (apostratiotikopoíisi) | αποστρατιωτικοποιήσεις (apostratiotikopoiíseis) |
vocative | αποστρατιωτικοποίηση (apostratiotikopoíisi) | αποστρατιωτικοποιήσεις (apostratiotikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αποστρατιωτικοποιήσεως (apostratiotikopoiíseos)