αποσχιστικός • (aposchistikós) m (feminine αποσχιστική, neuter αποσχιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποσχιστικός (aposchistikós) | αποσχιστική (aposchistikí) | αποσχιστικό (aposchistikó) | αποσχιστικοί (aposchistikoí) | αποσχιστικές (aposchistikés) | αποσχιστικά (aposchistiká) | |
genitive | αποσχιστικού (aposchistikoú) | αποσχιστικής (aposchistikís) | αποσχιστικού (aposchistikoú) | αποσχιστικών (aposchistikón) | αποσχιστικών (aposchistikón) | αποσχιστικών (aposchistikón) | |
accusative | αποσχιστικό (aposchistikó) | αποσχιστική (aposchistikí) | αποσχιστικό (aposchistikó) | αποσχιστικούς (aposchistikoús) | αποσχιστικές (aposchistikés) | αποσχιστικά (aposchistiká) | |
vocative | αποσχιστικέ (aposchistiké) | αποσχιστική (aposchistikí) | αποσχιστικό (aposchistikó) | αποσχιστικοί (aposchistikoí) | αποσχιστικές (aposchistikés) | αποσχιστικά (aposchistiká) |