αποτρεπτικός • (apotreptikós) m (feminine αποτρεπτική, neuter αποτρεπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποτρεπτικός (apotreptikós) | αποτρεπτική (apotreptikí) | αποτρεπτικό (apotreptikó) | αποτρεπτικοί (apotreptikoí) | αποτρεπτικές (apotreptikés) | αποτρεπτικά (apotreptiká) | |
genitive | αποτρεπτικού (apotreptikoú) | αποτρεπτικής (apotreptikís) | αποτρεπτικού (apotreptikoú) | αποτρεπτικών (apotreptikón) | αποτρεπτικών (apotreptikón) | αποτρεπτικών (apotreptikón) | |
accusative | αποτρεπτικό (apotreptikó) | αποτρεπτική (apotreptikí) | αποτρεπτικό (apotreptikó) | αποτρεπτικούς (apotreptikoús) | αποτρεπτικές (apotreptikés) | αποτρεπτικά (apotreptiká) | |
vocative | αποτρεπτικέ (apotreptiké) | αποτρεπτική (apotreptikí) | αποτρεπτικό (apotreptikó) | αποτρεπτικοί (apotreptikoí) | αποτρεπτικές (apotreptikés) | αποτρεπτικά (apotreptiká) |