αποτυφλωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποτυφλωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποτυφλωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποτυφλωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποτυφλωτικός you have here. The definition of the word αποτυφλωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποτυφλωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποτυφλωτικός (apotyflotikósm (feminine αποτυφλωτική, neuter αποτυφλωτικό)

  1. blinding

Declension

Declension of αποτυφλωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτυφλωτικός (apotyflotikós) αποτυφλωτική (apotyflotikí) αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτικοί (apotyflotikoí) αποτυφλωτικές (apotyflotikés) αποτυφλωτικά (apotyflotiká)
genitive αποτυφλωτικού (apotyflotikoú) αποτυφλωτικής (apotyflotikís) αποτυφλωτικού (apotyflotikoú) αποτυφλωτικών (apotyflotikón) αποτυφλωτικών (apotyflotikón) αποτυφλωτικών (apotyflotikón)
accusative αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτική (apotyflotikí) αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτικούς (apotyflotikoús) αποτυφλωτικές (apotyflotikés) αποτυφλωτικά (apotyflotiká)
vocative αποτυφλωτικέ (apotyflotiké) αποτυφλωτική (apotyflotikí) αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτικοί (apotyflotikoí) αποτυφλωτικές (apotyflotikés) αποτυφλωτικά (apotyflotiká)

Further reading