αποτυφλωτικός • (apotyflotikós) m (feminine αποτυφλωτική, neuter αποτυφλωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποτυφλωτικός (apotyflotikós) | αποτυφλωτική (apotyflotikí) | αποτυφλωτικό (apotyflotikó) | αποτυφλωτικοί (apotyflotikoí) | αποτυφλωτικές (apotyflotikés) | αποτυφλωτικά (apotyflotiká) | |
genitive | αποτυφλωτικού (apotyflotikoú) | αποτυφλωτικής (apotyflotikís) | αποτυφλωτικού (apotyflotikoú) | αποτυφλωτικών (apotyflotikón) | αποτυφλωτικών (apotyflotikón) | αποτυφλωτικών (apotyflotikón) | |
accusative | αποτυφλωτικό (apotyflotikó) | αποτυφλωτική (apotyflotikí) | αποτυφλωτικό (apotyflotikó) | αποτυφλωτικούς (apotyflotikoús) | αποτυφλωτικές (apotyflotikés) | αποτυφλωτικά (apotyflotiká) | |
vocative | αποτυφλωτικέ (apotyflotiké) | αποτυφλωτική (apotyflotikí) | αποτυφλωτικό (apotyflotikó) | αποτυφλωτικοί (apotyflotikoí) | αποτυφλωτικές (apotyflotikés) | αποτυφλωτικά (apotyflotiká) |