αποφαντικός • (apofantikós) m (feminine αποφαντική, neuter αποφαντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποφαντικός (apofantikós) | αποφαντική (apofantikí) | αποφαντικό (apofantikó) | αποφαντικοί (apofantikoí) | αποφαντικές (apofantikés) | αποφαντικά (apofantiká) | |
genitive | αποφαντικού (apofantikoú) | αποφαντικής (apofantikís) | αποφαντικού (apofantikoú) | αποφαντικών (apofantikón) | αποφαντικών (apofantikón) | αποφαντικών (apofantikón) | |
accusative | αποφαντικό (apofantikó) | αποφαντική (apofantikí) | αποφαντικό (apofantikó) | αποφαντικούς (apofantikoús) | αποφαντικές (apofantikés) | αποφαντικά (apofantiká) | |
vocative | αποφαντικέ (apofantiké) | αποφαντική (apofantikí) | αποφαντικό (apofantikó) | αποφαντικοί (apofantikoí) | αποφαντικές (apofantikés) | αποφαντικά (apofantiká) |