αποφθεγματικός • (apofthegmatikós) m (feminine αποφθεγματική, neuter αποφθεγματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποφθεγματικός • | αποφθεγματική • | αποφθεγματικό • | αποφθεγματικοί • | αποφθεγματικές • | αποφθεγματικά • |
genitive | αποφθεγματικού • | αποφθεγματικής • | αποφθεγματικού • | αποφθεγματικών • | αποφθεγματικών • | αποφθεγματικών • |
accusative | αποφθεγματικό • | αποφθεγματική • | αποφθεγματικό • | αποφθεγματικούς • | αποφθεγματικές • | αποφθεγματικά • |
vocative | αποφθεγματικέ • | αποφθεγματική • | αποφθεγματικό • | αποφθεγματικοί • | αποφθεγματικές • | αποφθεγματικά • |