αποχαιρετισμένος • (apochairetisménos) m (feminine αποχαιρετισμένη, neuter αποχαιρετισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποχαιρετισμένος (apochairetisménos) | αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένοι (apochairetisménoi) | αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) | αποχαιρετισμένα (apochairetisména) | |
genitive | αποχαιρετισμένου (apochairetisménou) | αποχαιρετισμένης (apochairetisménis) | αποχαιρετισμένου (apochairetisménou) | αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) | αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) | αποχαιρετισμένων (apochairetisménon) | |
accusative | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένους (apochairetisménous) | αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) | αποχαιρετισμένα (apochairetisména) | |
vocative | αποχαιρετισμένε (apochairetisméne) | αποχαιρετισμένη (apochairetisméni) | αποχαιρετισμένο (apochairetisméno) | αποχαιρετισμένοι (apochairetisménoi) | αποχαιρετισμένες (apochairetisménes) | αποχαιρετισμένα (apochairetisména) |